ItalianoGreco


rimasùglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rimaˈsuʎʎo], [rimaˈzuʎʎo]

1 υπόλοιπο
2 κατάλοιπο
3 υπόλειμμα
4 λείψανο
5 ρετάλι
6 απούλητο αγαθό (από τελευταία)
7 κομματάκι
8 κατακάθι
9 απομεινάρι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---