ItalianoGreco


rimbellìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimbelˈlire]

1 γίνομαι ομορφότερος
2 καλλωπίζομαι

rimbellìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimbelˈlire]

1 ωραιοποιώ
2 ομορφαίνω
3 στολίζω
4 εξωραΐζω
5 καλλωπίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---