ItalianoGreco


rimpinzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rimpintsaˈmento]

1 υπερπλήρωση
2 καταβρόχθισμα
3 παραγέμισμα
4 παραχόρτασμα
5 μπούχτισμα
6 υπερσιτισμός
7 σιτισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---