ItalianoGreco


rinnòvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rinˈnɔvo]

1 ανακαίνιση
2 φρεσκάρισμα
3 ξανάνιωμα
4 αλλαγή
5 επανάληψη
6 ενημέρωση
7 εκσυγχρονισμός
8 ανανέωση
9 παράταση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---