ItalianoGreco


rinvenìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinveˈnire]

1 ανανήφω
2 αναφρονώ
3 γερεύω
4 ανακτώ τις αισθήσεις μου
5 συνέρχομαι
6 ανακαρώνω
7 ανακτώ δυνάμεις
8 γίνομαι καλά
9 ξανανιώνω
10 μαλακώνω
11 σκληραίνω μέταλλο
12 παίρνω απάνω μου
13 γίνομαι περδίκι
14 ξαναβρίσκω την υγεία ή αισθήσεις
15 ξεζαλίζομαι

rinvenìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinveˈnire]

1 βρίσκω
2 ανευρίσκω
3 ξαναβρίσκω
4 βρίσκω και πάλι
5 ανακτώ
6 ανακαλύπτω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---