ripetitóre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ripetiˈtore]
1 αναμεταδότης
2 επαναλήπτης
3 φροντιστής
4 δάσκαλος που κάνει ιδιαίτερα
ripetitóre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ripetiˈtore]
ο της επανάληψης ή της αναμετάδοσης
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ripetiˈtore]
1 αναμεταδότης
2 επαναλήπτης
3 φροντιστής
4 δάσκαλος που κάνει ιδιαίτερα
ripetitóre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ripetiˈtore]
ο της επανάληψης ή της αναμετάδοσης
permalink
ripetitore (ουσ αρσ )
ripetitore (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android