ripristinàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [ripristiˈnare]
1 αναπαλαιώνω
2 αποκαθιστώ
3 αναβιώνω
4 επαναφέρω στην αρχική κατάσταση
5 επαναφέρω σε ισχύ
6 ανανεώνω
7 επανατοποθετώ
8 επαναφέρω
9 επαναφέρω στη χρήση
10 ανατοποθετώ
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [ripristiˈnare]
1 αναπαλαιώνω
2 αποκαθιστώ
3 αναβιώνω
4 επαναφέρω στην αρχική κατάσταση
5 επαναφέρω σε ισχύ
6 ανανεώνω
7 επανατοποθετώ
8 επαναφέρω
9 επαναφέρω στη χρήση
10 ανατοποθετώ
permalink
ripristinare (ρ. μτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android