ItalianoGreco


risentiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [risentiˈmento]

1 αίσθημα βαθύ κακεντρέχειας
2 προσβολή
3 πόνος από παλιά αρρώστια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---