ItalianoGreco


risonànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [risoˈnantsa]

1 ενίσχυση και εμπλουτισμός τόνου
2 αντήχηση
3 απήχηση
4 ηχώ
5 αντιλάλημα
6 συντονισμός
7 αντίλαλος
8 μετήχηση
9 απόηχος
10 ηχηρή νότα ή λόγος
11 ηχηρότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---