ItalianoGreco


ristrétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [risˈtretto]

1 σύνοψη
2 περίληψη
3 επιτομή
4 απόσταγμα
5 σύντομη σύνοψη ουσιωδών

ristrétto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [risˈtretto]

1 (caffé) δυνατός (-ή, -ό)
2 (mentalità) στενός (-ή, -ό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---