ItalianoGreco


rivalutàre
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rivaluˈtare]

1 κάνω νέα εκτίμηση
2 εκτιμώ (αξία) ξανά
3 ανατιμώ την αξία (νομίσματος)
4 αυξάνω την αξία (νομίσματος)
5 αποτιμώ αξία προς τα πάνω
6 ανατιμώ
7 αποτιμώ ξανά
8 αυξάνω ανατιμητικά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---