rivendicatìvo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [rivendikaˈtivo]
1 ανταποδοτικός (νόμος)
2 δικαιολογητικός
3 τιμωρός (νόμος)
4 αναιρετικός κατηγοριών
5 ανασκευαστικός κατηγοριών
6 διεκδικητικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [rivendikaˈtivo]
1 ανταποδοτικός (νόμος)
2 δικαιολογητικός
3 τιμωρός (νόμος)
4 αναιρετικός κατηγοριών
5 ανασκευαστικός κατηγοριών
6 διεκδικητικός
permalink
rivendicativo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android