ItalianoGreco


rodiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rodiˈmento]

1 αγωνία
2 στενοχώρια
3 εξέλκωση
4 εκδορά
5 διάβρωση
6 μάσημα σκληρής τροφής
7 βάσανο
8 ροκάνισμα
9 ανησυχία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---