ItalianoGreco


rógna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈroɲɲa]

1 βάσανο
2 ψωρίαση ζώων
3 ανησυχία
4 λαχτάρα
5 μπελάς
6 ψωρίαση
7 ψώρα
8 ξυσμάρα
9 ξυσούρα
10 φαγούρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z