ItalianoGreco


romàntico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [roˈmantiko]

1 αισθαντικός άνθρωπος
2 ευαίσθητος άνθρωπος
3 ρομαντικός καλλιτέχνης
4 αισθηματίας

romàntico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [roˈmantiko]

ρομαντικός (-ή, -ό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z