ItalianoGreco


rompicàpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,rompiˈkapo]

1 πρόβλημα
2 έγνοια
3 νευρίασμα
4 δύσκολο πρόβλημα
5 γρίφος
6 αίνιγμα
7 σπαζοκεφαλιά
8 ενόχληση
9 φασαρία
10 μπελάς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z