ItalianoGreco


rubacuòri  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,rubaˈkwɔri]

γόης

rubacuòri  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,rubaˈkwɔri]

γόησσα

rubacuòri  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,rubaˈkwɔri]

1 που κλέβει καρδιές
2 θελκτικός
3 γοητευτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z