ItalianoGreco


rubricìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rubriˈʧista]

αυτός που τηρεί ή επιβάλλει απαρέγκλιτους θρησκευτικούς κανόνες


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z