ruffiàno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [rufˈfjano]
1 σπιούνος
2 ξεμαυλιστής
3 τσάτσος
4 προστάτης
5 πορνοβοσκός
6 ρουφιάνος
7 προαγωγός
8 μαστροπός
9 πεζεβέγκης
10 νταβατζής
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [rufˈfjano]
1 σπιούνος
2 ξεμαυλιστής
3 τσάτσος
4 προστάτης
5 πορνοβοσκός
6 ρουφιάνος
7 προαγωγός
8 μαστροπός
9 πεζεβέγκης
10 νταβατζής
permalink
ruffiano (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android