ItalianoGreco


saggiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sadʤaˈtura]

1 δοκιμασία
2 ποιοτική ανάλυση (χημεία)
3 ποσοτική ανάλυση (χημεία)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---