ItalianoGreco


sagomàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sagoˈmato]

1 φτιαγμένος ως πρόπλασμα
2 σχηματισμένος
3 διαμορφωμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---