ItalianoGreco


salariàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [salaˈrjato]

1 μισθοσυντήρητος
2 δραχμοβίωτος

salariàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [salaˈrjato]

1 μίσθιος
2 έμμισθος
3 μισθωτός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---