saliènza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [saˈljɛntsa]
1 προεκβολή
2 προβολή
3 ότι εξέχει
4 άκρο
5 εξόγκωμα
6 προεξοχή
7 εντυπωσιακότερα τονισμένο τμήμα
8 περίοπτη θέση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [saˈljɛntsa]
1 προεκβολή
2 προβολή
3 ότι εξέχει
4 άκρο
5 εξόγκωμα
6 προεξοχή
7 εντυπωσιακότερα τονισμένο τμήμα
8 περίοπτη θέση
permalink
salienza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android