ItalianoGreco


salmerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [salmeˈria]

1 εξάρτυση φαντάρου
2 σκευή στρατιώτη εκτός από τον οπλισμό
3 ατομικά είδη στρατιώτη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---