ItalianoGreco


salùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [saˈluto]

ο χαιρετισμός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cari saluti [αρσ. πλυθ.] = οι θερμοί χαιρετισμοί [m.] || distinti saluti [αρσ. πλυθ.] = με εκτίμηση || saluti! [αρσ. πλυθ.] = χαιρετίσματα!



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---