ItalianoGreco


salvatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [salvaˈtore]

1 λυτρωτής
2 σωτήρας
3 διασώζων
4 απελευθερωτής
5 ελευθερωτής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---