ItalianoGreco


sanitàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [saniˈtarjo]

γιατρός

sanitàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [saniˈtarjo]

1 υγειονομικός
2 υγιεινός
3 ιατρικός
4 εξυγιαντικός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


assistenza [θηλ.] sanitaria = η υγειονομική περίθαλψη || libretto [αρσ.] sanitario = το βιβλίαριο υγείας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---