ItalianoGreco


santìssimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sanˈtissimo]

1 πανάγιο μυστήριο
2 αντίδωρο

santìssimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sanˈtissimo]

1 ο πιο ιερός
2 πανάγιος
3 τρισάγιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---