sapùto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [saˈputo]
1 εξυπνάκιας
2 εγγράμματος
3 γνωστός
4 φαντασμένος
5 πολυμαθής
6 μορφωμένος
7 κατατοπισμένος
8 πασίγνωστος
9 σχολαστικός
10 λόγιος
11 εκπαιδευμένος
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [saˈputo]
1 εξυπνάκιας
2 εγγράμματος
3 γνωστός
4 φαντασμένος
5 πολυμαθής
6 μορφωμένος
7 κατατοπισμένος
8 πασίγνωστος
9 σχολαστικός
10 λόγιος
11 εκπαιδευμένος
permalink
saputo (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android