ItalianoGreco


sapùto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [saˈputo]

1 εξυπνάκιας
2 εγγράμματος
3 γνωστός
4 φαντασμένος
5 πολυμαθής
6 μορφωμένος
7 κατατοπισμένος
8 πασίγνωστος
9 σχολαστικός
10 λόγιος
11 εκπαιδευμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---