ItalianoGreco


saturàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [satuˈrare]

1 υπερπληρώνω
2 κορεννύω
3 ικανοποιώ απόλυτα
4 χορταίνω

saturarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [satuˈrarsi]

1 χορταίνω
2 υφίσταμαι κορεσμό
3 παραχορταίνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z