ItalianoGreco


sbadàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbaˈdato]

1 τσαλαβούτας
2 τσαπατσούλης
3 αδιάφορος άνθρωπος

sbadàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbaˈdato]

απρόσεκτος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z