sballàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [zbalˈlato]
1 ανόητος
2 αθεμελίωτος
3 επινοημένος
4 πλαστός
5 παράλογος
6 έξαλλος
7 κίβδηλος
8 ανισόρροπος
9 αβάσιμος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [zbalˈlato]
1 ανόητος
2 αθεμελίωτος
3 επινοημένος
4 πλαστός
5 παράλογος
6 έξαλλος
7 κίβδηλος
8 ανισόρροπος
9 αβάσιμος
permalink
sballato (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android