ItalianoGreco


sbócco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzbokko]

1 διέξοδος
2 έξοδος
3 πέρασμα
4 εκροή
5 άνοιγμα
6 δίοδος εξόδου
7 αγορά
8 στόμιο
9 λιμάνι στομίου ποταμού
10 κανάλι διοχέτευσης αγαθών
11 εκβολή (ποταμού)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z