ItalianoGreco


scalatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skalaˈtore]

1 αναβάτης
2 μοτοσικλετιστής σε αγώνες εκτός δρόμου
3 ορειβάτης
4 αλπινιστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z