ItalianoGreco


scalmàna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skalˈmana]

1 ξελόγιασμα
2 κρύωμα
3 τρέλα (ερωτική)
4 έντονο φως και ζέστη
5 ξεμυάλισμα
6 κρυολόγημα
7 πούντιασμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---