ItalianoGreco


scamiciàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skamiˈʧato]

το έξωμο φόρεμα

scamiciàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skamiˈʧato]

με το πουκάμισο (χωρίς σακάκι)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---