ItalianoGreco


scappàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skapˈpata]

1 αταξία
2 ζαβολιά
3 σύντομη επίσκεψη
4 δραπέτευση
5 σκανταλιά
6 διαβολιά
7 διαφυγή
8 νεανική τρέλα
9 φυγή
10 παρεκτροπή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---