ItalianoGreco


scàrico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskariko]

η εκφόρτωση

scàrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈskariko]

1 (orologio) ξεκούρδιστος (-η, -ο)
2 (batteria) άδειος (-α, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tubo [θηλ.] di scarico = ο αποχετευτικός σωλήνας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---