scavalcaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skavalkaˈmento]
1 επικάλυψη
2 εκτόπιση
3 προσπέρασμα
4 υπέρθεση
5 αντικατάσταση
6 παραμερισμός
7 παραγκωνισμός
8 υποσκέλιση
9 περιθωριοποίηση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skavalkaˈmento]
1 επικάλυψη
2 εκτόπιση
3 προσπέρασμα
4 υπέρθεση
5 αντικατάσταση
6 παραμερισμός
7 παραγκωνισμός
8 υποσκέλιση
9 περιθωριοποίηση
permalink
scavalcamento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android