ItalianoGreco


sceneggiàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃenedˈʤato]

η τηλεοπτική σειρά

sceneggiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʃenedˈʤato]

διασκευασμένος για σκηνική δράση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---