ItalianoGreco


scheggiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skedʤaˈtura]

1 πελεκούδια
2 θραύση
3 τσάκισμα
4 διάσπαση
5 σκλήθρες
6 θραύσματα
7 θρυψάλιασμα
8 κατακερματισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---