ItalianoGreco


schiavìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skjaˈvista]

δουλέμπορος

schiavìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skjaˈvista]

ο της υποστήριξης της δουλείας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---