ItalianoGreco


schifiltóso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skifilˈtoso], [skifilˈtozo]

1 ψιψίρης
2 ψείρας

schifiltóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skifilˈtoso], [skifilˈtozo]

1 μικροπρεπής
2 ιδιότροπος
3 σχολαστικός
4 μικρολόγος
5 λεπτολόγος
6 ασημαντολόγος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---