ItalianoGreco


sci  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃi]

το σκι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


attacchi [αρσ. πλυθ.] degli sci = οι δεστρές [f.] || bastoncini [αρσ. πλυθ.] da sci = τα μπαστούνια του σκι || sci [αρσ.] da fondo = το περπατητό σκι || sci [αρσ.] nautico = το θαλάσσιο σκι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---