ItalianoGreco


sciccóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʃikˈkoso], [ʃikˈkozo]

1 γαρμπόζος
2 αττικός
3 ζαρίφης
4 λεπτός
5 γαρμπάτος
6 σκερτσόζος
7 καλοντυμένος
8 σικάτος
9 καλοβαλμένος
10 γλαφυρός
11 ζαρίφικος
12 ντιστεγκές
13 ντελικάτος
14 κομψός
15 νόστιμος
16 στιλάτος
17 χαρίεις


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---