ItalianoGreco


sciòcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃɔkko]

1 χοντρόμυαλος
2 χάβαρο
3 χαὶβάνι
4 τούβλο
5 τρίχας
6 χάννος
7 ανεγκέφαλος
8 χαζός
9 αχμάκης
10 χάχας
11 όρνιο
12 ορνιθόμυαλος
13 μπούφος
14 μάπας

sciòcco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃɔkko]

ανόητος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---