ItalianoGreco


scipitàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃipiˈtadʤine]

1 έλλειψη νοστιμάδας
2 ανοησία
3 ανοστιά
4 ανουσιότητα
5 σαχλότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---