scombussolaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skombussolaˈmento]
1 αναταραχή
2 αχταρμάς
3 μπέρδεμα
4 μπάχαλο
5 ανακατωσούρα
6 αλαλούμ
7 ανακάτωμα
8 αναστάτωση
9 σύγχυση
10 αναρχία
11 νταβαντούρι
12 παραζάλη
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skombussolaˈmento]
1 αναταραχή
2 αχταρμάς
3 μπέρδεμα
4 μπάχαλο
5 ανακατωσούρα
6 αλαλούμ
7 ανακάτωμα
8 αναστάτωση
9 σύγχυση
10 αναρχία
11 νταβαντούρι
12 παραζάλη
permalink
scombussolamento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android