ItalianoGreco


sconfòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skonˈfɔrto]

1 απογοήτευση
2 αποκαρδίωση
3 πτόησις
4 απελπισμός
5 αποθάρρυνση
6 κατάθλιψη
7 θλίψη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---