ItalianoGreco


sconsolataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [skonsolataˈmente]

1 απαισιόδοξα
2 χωρίς ενθάρρυνση
3 θλιβερά
4 μελαγχολικά
5 απαρηγόρητα
6 απελπισμένα
7 ζοφερά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---